εκσπερμάτιση

εκσπερμάτιση
εκσπερμάτιση, η και εκσπερμάτωση, η
1. η ενεργητική εκτίναξη του σπέρματος από το γεννητικό σύστημα, το χύσιμο.
2. ονείρωξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκσπερμάτιση — η χύσιμο, αποβολή σπέρματος, εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • εκσπερμάτωση — η εκσπερμάτιση …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματίζω — (AM ἐκσπερματίζω) εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω νεοελλ. (μέσ., ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση αρχ. (για γυναίκα) συλλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματισμός — ο εκσπερμάτιση …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκσπερμάτιση ή αυτός που τήν προκαλεί …   Dictionary of Greek

  • ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και …   Dictionary of Greek

  • ονειρώττω — (ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω) έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια τού ύπνου αρχ. μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ώσσω / ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμ ώττω, υπν ώττω)] …   Dictionary of Greek

  • πριαπισμός — Παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις, οι οποίες δημιουργούνται χωρίς γενετήσια επιθυμία και δεν καταλήγουν στην εκσπερμάτιση. Ο π. οφείλεται σε νευροπάθειες και παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. * …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”